απειροδακρυς

απειροδακρυς
    ἀπειρόδακρυς
    ἀπειρό-δακρυς
    , gen. υος [ἄπειρος II] беспрерывно льющий слезы, по друг. [ἄπειρος I] не знающий слез
    

(καρδία Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απειροδακρυς" в других словарях:

  • απειρόδακρυς — ἀπειρόδακρυς, υ (Α) αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει …   Dictionary of Greek

  • ἀπειρόδακρυν — ἀπειρόδακρυς ignorant of tears masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτίδακρυς — ἀρτίδακρυς, υ (Α) αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)] …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»